- Ἡρωδιανοῦ
- Ἡρωδιανόςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άρδω — ἄρδω (Α) Ι. 1. ποτίζω, αρδεύω 2. (για θεούς και ανθρώπους) ποτίζω ζώο 3. (για ποταμούς) α) παρέχω νερό στους ανθρώπους β) ποτίζω τη γη II. ( ομαι) 1. (για πρόσωπα) πίνω 2. ποτίζομαι 3. υδρεύομαι 4. μτφ. περιποιούμαι κάτι, διατηρώ αυτό σε ακμαία… … Dictionary of Greek
καθόλου — (AM καθόλου) επίρρ. 1. γενικά, εν γένει, συνολικά («καθόλου εἰπεῑν») 2. (σε αρνητική πρότ. ή σε αρνητικές απαντήσεις) διόλου, ουδόλως, ουδαμώς (α. «απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου» β. «είσαι ευχαριστημένος;» «καθόλου» γ. «οὐδὲ καθόλου μακρὸν πλοῑον» … Dictionary of Greek
οδυσσειακός — ή, ό (Α ὀδυσσειακός, ή, όν) [Οδύσσεια] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Οδύσσεια ή αυτός που αρμόζει στην Οδύσσεια νεοελλ. μτφ. περιπετειώδης αρχ. φρ. «Ὀδυσσειακὴ προσῳδία» τίτλος έργου τού Ηρωδιανού … Dictionary of Greek
ορθογραφία — Η σύμφωνα με τους κανόνες της γραμματικής, γραφή των λέξεων. Διακρίνεται σε φωνητική και ιστορική ο. Η πρώτη έχει σχέση με την όσο το δυνατό ακριβέστερη απόδοση της σημερινής προφοράς των λέξεων και των τύπων κάποιας γλώσσας ή της προφοράς της… … Dictionary of Greek
προσωδία — Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών… … Dictionary of Greek
Λούπερκος — (3ος αι. μ.Χ.). Φιλόλογος από τη Βηρυτό. Επέδειξε ιδιαίτερη δραστηριότητα γύρω στο 270 μ.Χ. Οι σύγχρονοί του τον αναφέρουν με σεβασμό, μολονότι πολλοί αγνοούσαν τα έργα του. Έγραψε Περί του (φορίου) αν εις τρία βιβλία, Περί της καρίδος, Περί του… … Dictionary of Greek
Πολιτιανός, Άγγελος Αμπροτζίνι — (Politianusή Poliziano, 1454 – 1494). Ιταλός ποιητής και ουμανιστής. Δίδαξε λατινική και ελληνική ρητορική στη Φλωρεντία και διετέλεσε παιδαγωγός των παιδιών του Λαυρέντιου των Μεδίκων. Σύνθεσε πολλά ελληνικά και λατινικά ποιήματα και έγραψε με… … Dictionary of Greek
Πολιτσιάνο, Άντζελο — (Poliziano, 1454 – 1494). Ιταλός ουμανιστής. Καταγόταν από την Τοσκάνη. Έζησε και πέθανε στη Φλωρεντία. Σπούδασε ελληνική, λατινική και εβραϊκή φιλολογία, όπου είχε καταπληκτική επίδοση. Ο Π., που υποστηρίχτηκε πολύ από τους Μεδίκους, σε ηλικία… … Dictionary of Greek